μπομπή

μπομπή
η
1. δημόσιος εξευτελισμός, διαπόμπευση
2. ντροπή, όνειδος, αίσχος
3. άνθρωπος άξιος για διαπόμπευση ή διαπομπευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή. Η δημιουργία τού αρκτικού -μπ- οφείλεται στη συνεκφορά τής λ. με την αιτ. τού οριστ. άρθρου: την πομπή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”